δεκαρολογώ

δεκαρολογώ
-ησα, μαζεύω δεκάρες με ταπεινό και ανέντιμο τρόπο, είμαι δεκαρολόγος: Πολλές εφημερίδες προσπαθούν να ανεβάσουν τις πωλήσεις τους δεκαρολογώντας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεκαρολογώ — ( άω) 1. προσπαθώ με αναξιοπρέπεια να συγκεντρώσω χρήματα 2. στις δοσοληψίες μου επιχειρώ να κερδίσω ακόμη και τα πιο ασήμαντα χρηματικά ποσά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οβολολογώ — ὀβολολογῶ, έω (Α) συλλέγω οβολούς, δηλ. ασήμαντα ποσά, δεκαρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”