- δεκαρολογώ
- -ησα, μαζεύω δεκάρες με ταπεινό και ανέντιμο τρόπο, είμαι δεκαρολόγος: Πολλές εφημερίδες προσπαθούν να ανεβάσουν τις πωλήσεις τους δεκαρολογώντας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.